Βακχικῆς

Βακχικῆς
Βακχικός
Bis Acc.
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κωμαστής — κωμαστής, οῡ, ὁ (Α) [κωμάζω] 1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.) 2. (στην Αίγυπτο) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ίππασος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1., 2. & 3. Πατρικό όνομα τριών ηρώων της Ιλιάδας. 4. Πατέρας του Αργοναύτη Άκτωρα. 5. Γιος της Λευκίππης, κόρης του Μινύα, που κατασπαράχθηκε από αυτήν και τις αδελφές της, Αλκαθόη και Αρσίππη, σε στιγμή βακχικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”